Αφελώς πιστεύουμε οι περισσότεροι πως ο έρωτας είναι ένα μαγικό ή μεταφυσικό συναίσθημα, που μας χτυπάει κατακούτελα (εξ ου και η φράση «ου e foudre») και στη συνέχεια μας μεθάει σαν το παλιό γλυκό κρασί. Ωστόσο, γι’ αυτήν την εκ πρώτης όψεως αδικαιολόγητη εσωτερική ταραχή που νιώθουμε όταν ερωτευόμαστε υπάρχει μια πολύ λογική εξήγηση: Οφείλεται-όπως και πολλά άλλα σε αυτόν τον πεζό κόσμο- σε μια χημική αντίδραση στην οποία πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι φερομόνες, οι ουσίες που αποτελούν το ερωτικό φίλτρο των ζώντων οργανισμών και όχι της μάγισσας του παραμυθιού, όπως, ίσως, θα βιαστείτε να υποθέσετε.
Οι φερομόνες όσο κι αν θα θέλαμε δεν μπορούν να θεωρηθούν προνόμιο των ανθρώπων. Κι αυτό γιατί απαντώνται σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο και αποτελούν την πιο πρώιμη μορφή ζωικής επικοινωνίας στην ιστορία του πλανήτη μας.
Επειδή οι κανόνες επιβίωσης στο ζωικό βασίλειο αποδεικνύονται συχνά εξαιρετικά σκληροί, τα περισσότερα είδη ζώων δεν είναι πάντοτε σεξουαλικά διαθέσιμα. Έτσι για να καταστεί δυνατή η διαιώνιση των ειδών τα θηλυκά εκπέμπουν μέσω των φερομονών ένα είδος ισχυρού μηνύματος στη αρσενικά, τις στιγμές που μπορούν να ζευγαρώσουν.
Σε αντίθεση μάλιστα με τους ανθρώπους – που δεν έχουμε ιδιαίτερα εξελιγμένη όσφρηση – τα ζώα είναι σε θέση να ανιχνεύουν αυτές τις ουσίες σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, ώστε όχι μόνο να αναγνωρίζουν τους συντρόφους τους και να ξυπνούν το σεξουαλικό τους ενδιαφέρον αλλά και να οριοθετούν την περιοχή τους.
Το πρώτο βήμα
Η πρώτη φερομόνη ανακαλύφθηκε το 1956 από μια ομάδα Γερμανών επιστημόνων, οι οποίοι χρειάστηκαν 20 ολόκληρα χρόνια για να την απομονώσουν από τον οργανισμό ενός θηλυκού σκόρου!!! Η ουσία αυτή τους κέντρισε το ενδιαφέρον γιατί μια μικρή ποσότητά της αρκούσε να κάνει ένα σμήνος αρσενικών σκόρων να φτερουγίζει ταραγμένα. Προς τιμήν της αρχαιοελληνικής θεότητας του φτερωτού Έρωτα, η ονομασία που της αποδόθηκε είναι ελληνική και προέρχεται από τις λέξεις «ορμή» και «φέρω». Από χημικής πλευράς οι φερομόνες ανήκουν στην οικογένεια των στεροειδών και ανιχνεύονται από εξειδικευμένα νευρικά κύτταρα της μύτης, λειτουργώντας σαν αλάθητα χημικά μηνύματα μεταξύ ατόμων του ιδίου είδους.
Σε ορισμένα ζώα οι φερομόνες ανιχνεύονται από ένα εξειδικευμένο όργανο, το οποίο συνδέεται απευθείας με τον υποθάλαμο του εγκεφάλου. 0 υποθάλαμος είναι ένα πολύπλοκο κέντρο ελέγχου εκείνων των εγκεφαλικών λειτουργιών που σχετίζονται με τις πρωτόγονες και ενστικτώδεις αντιδράσεις, όπως είναι ο φόβος, η χαρά, ο θυμός και η πείνα. Στους ανθρώπους η ύπαρξη του οργάνου αυτού δεν έχει επιβεβαιωθεί και η επικρατούσα Θεωρία για τη μετάδοση των φερομονών είναι πως μεταφέρονται στον εγκέφαλο μέσω του επιθηλιακού ιστού της ρινικής κοιλότητας.
Τα ετερώνυμα έλκονται
Τελικά το βασικό αξίωμα της Φυσικής, που μάθαμε στα σχολεία, πως, δηλαδή, τα ετερώνυμα έλκονται, ενώ τα ομώνυμα απωθούνται, δεν εξηγείται μόνο μέσω της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρικών φορτίων, αλλά και των φερομονών. Κι αυτό γιατί η έρευνα που έκαναν επιστήμονες σε ποντίκια έδειξε πως αυτά προτιμούν να ζευγαρώνουν με ποντίκια του ιδίου μεν είδους, τα οποία ωστόσο έχουν διαφορετικά ανοσοποιητικά γονίδια από τα δικά τους. Αυτά τα γονίδια που ανήκουν στο σύστημα ιστοσυμβατότητας είναι υπεύθυνα για την παραγωγή εκείνων των ουσιών του ανοσοποιητικού συστήματος που έχουν την
αρμοδιότητα να ανιχνεύουν και να καταστρέφουν τους ξένους «εισβολείς». Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα ποντίκια άλλα σε όλους τους ζώντες οργανισμούς -συ-μπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου-γιατί ισχύει πως όσο περισσότερο διαφέρουν τα γονίδια ΜΗC των γονέων τόσο πιο ισχυρό είναι το ανοσοποιητικό σύστημα των απογόνων, που θα προέλθουν από αυτούς τους γονείς. Συνεπώς και σε εμάς τους ανθρώπους οι φερομόνες μάς καθοδηγούν να επιλέξουμε συντρόφους που διαθέτουν όσο το δυνατόν πιο διαφορετικά ΜΗC σε σχέση με τα δικά μας, ώστε τα παιδιά που θα κάνουμε μαζί τους να έχουν τις περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης.
Η επίδραση των φερομονών στους ανθρώπους
Στους ανθρώπους η σχέση όσφρησης και σεξουαλικότητας δεν είναι σαφής, καθώς η αίσθηση της όσφρησης θεωρείται γενικά υποβαθμισμένη. Φαίνεται λοιπόν πως με την πάροδο των ετών χάσαμε την έμφυτη ικανότητα που είχαν οι πρόγονοί μας να ανιχνεύουν συνειδητά τις φερομόνες. Ωστόσο εξακολουθούμε να τις αντιλαμβανόμαστε σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, σχεδόν ενστικτωδώς. Γι’ αυτό άλλωστε είμαστε τα μόνο έμβια όντα του πλανήτη που δεν «μυρίζουμε» ο ένας τον άλλον όταν συναντιόμαστε. Παρ’ όλ’ αυτά πάντως η επίδραση που έχουν οι φερομόνες στη σεξουαλική μας ζωή είναι σημαντική. Πολλοί επιστήμονες μάλιστα πιστεύουν πως εκεί κρύβεται η εξήγηση ενός από τα πιο βασικά ερωτικά μυστήρια: γιατί ένα άτομο -άνδρας ή γυναίκα- που κατά γενική ομολογία δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό μπορεί να φαντάζει «Θεός» (ή αντιστοίχως «θεά») στα μάτια μας. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται μια ομάδα Αμερικανών επιστημόνων που έπειτα από έρευνες στο Πανεπιστήμιο Yale τπς Καλιφόρνια πιστεύουν πως έχουν ανακαλύψει ένα ανθρώπινο γονίδιο το οποίο δημιουργεί υποδοχείς φερομονών. Το γονίδιο αυτό δεν εμφανίζει καμία ομοιότητα με το υπόλοιπο γονιδίωμα των ανώτερων θηλαστικών αλλά μοιάζει πολύ με τα γονίδια, τα οποία δημιουργούν υποδοχείς φερομονών στα ζώα. Για ακόμα μια φορά η θεωρία της εξέλιξης του ανθρώπου από κάποιες κατώτερες μορφές ζωής επιβεβαιώνεται, επισφραγίζοντας τον τρόπο όχι μόνο που γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, αλλά και που ερωτευόμαστε.